- ὑπεξῆλθον
- ὑπεξέρχομαιgo out from underaor ind act 3rd plὑπεξέρχομαιgo out from underaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξέρχομαι — Α [ἐξέρχομαι] 1. απομακρύνομαι κρυφά, φεύγω με επιτήδειο τρόπο («εἰδότες ὅτι ὤφθησαν εὐθὺς ὑπεξῆλθον», Θουκ.) 2. (σπάν. με αιτ.) ξεφεύγω από κάποιον 3. αποφεύγω κάτι 4. μετοικίζω («οἱ δὲ ἐς Ἄμφισσαν τὴν Λοκρίδαν ὑπεξῆλθον», Ηρόδ.) 5. εξέρχομαι… … Dictionary of Greek